Όλα ξεκίνησαν πριν από καιρό, όταν αποφάσισα πως έπρεπε να είμαι η “δυνατή” γυναίκα. Η γυναίκα που θα αντέξει, θα στηρίξει, θα κάνει τα πάντα χωρίς να παραπονεθεί. Ήταν η ταυτότητα που μου φόρεσαν – ή μάλλον, που επέλεξα να φορέσω. Μεγαλώνοντας μέσα σε μια οικογένεια όπου τα δάκρυα έπρεπε να κρυφτούν, τα παράπονα να μπαίνουν στο συρτάρι, και οι ανάγκες να μπαίνουν τελευταίες, έμαθα πως το να είσαι δυνατή σημαίνει να μη λυγίζεις ποτέ.
Έτσι έγινα η κόρη που ποτέ δεν άφησε τους γονείς της να ανησυχήσουν, η φίλη που όλοι καλούσαν στα δύσκολα, η συνάδελφος που σήκωνε όλο το βάρος της ομάδας χωρίς να παραπονιέται. Έμαθα να κρύβω τις αδυναμίες μου πίσω από ένα πλατύ χαμόγελο και να απαντάω σε κάθε “Πώς είσαι;” με ένα “Καλά, όλα καλά.”, ακόμα και όταν μέσα μου κάτι μου έσπαγε, σιγανά και αόρατα.
Για χρόνια, το σώμα μου ήταν ο ναός της υπομονής και της θυσίας. Όταν πείναγα, περίμενα. Όταν ήμουν κουρασμένη, έκανα λίγα ακόμα βήματα. Όταν έκλαιγα, έκρυβα τα δάκρυα πίσω από τις κλειστές πόρτες του μπάνιου. Ήμουν το πρόσωπο που ήθελαν όλοι να βλέπουν, αλλά η ψυχή μου έψαχνε απεγνωσμένα ένα παράθυρο να ξεφύγει, μια χαραμάδα φως μέσα στη σκοτεινιά.
Και τότε άρχισε να συμβαίνει κάτι που ούτε εγώ μπορούσα να καταλάβω.
Όπου κι αν πήγαινα, ακόμα κι αν απλώς καθόμουν ήσυχα, ένιωθα ένα περίεργο, ανεξήγητο τραύλισμα μέσα μου. Ήταν σαν μια μικρή φωνή που ψιθύριζε: “Πάρε κάτι. Κράτα κάτι δικό σου.”
Δεν καπνίζω. Δεν ανάβω κεριά στο σπίτι. Όμως άρχισα να κλέβω αναπτήρες.
Ήταν μικρά πράγματα που δεν είχαν καμία λογική. Ένας αναπτήρας από το καφέ της γειτονιάς, ένας άλλος από το σπίτι μιας φίλης, ακόμα και ένας διαφημιστικός με λογότυπο συνεργείου αυτοκινήτων που ποτέ δεν είχα δει μέχρι εκείνη τη στιγμή.
Στην αρχή πίστεψα ότι ήταν απλώς ατυχία ή αφηρημάδα. “Πού να θυμάμαι τι έχω στην τσάντα;” έλεγα στον εαυτό μου. “Μάλλον τον μπέρδεψα με δικό μου.”
Αλλά όσο η συλλογή μου μεγάλωνε, όσο οι αναπτήρες άρχισαν να γίνονται το δικό μου μικρό μυστικό, συνειδητοποίησα πως δεν ήταν αθώα λάθη.
Ήταν κάτι βαθύτερο.
Κάτι που δεν ήθελα να το παραδεχτώ.
Ήθελα να κρατήσω κάτι δικό μου, κάτι που να μην είναι δανεικό ή προσωρινό. Ήθελα να νιώσω ξανά έλεγχο σε μια ζωή που είχε γίνει ένας συνεχής αγώνας να είμαι το στήριγμα των άλλων.
Θυμάμαι μια μέρα που κάθισα στο πάτωμα της κουζίνας, τους απλώσα όλους μπροστά μου — δέκα αναπτήρες, σε διάφορα χρώματα και μεγέθη. Τους κοίταζα και ένιωθα να καταρρέω.
Δεν ήθελα πια να είμαι η “δυνατή”. Δεν ήθελα να είμαι ο βράχος που όλοι στηρίζονται αλλά κανείς δεν νοιάζεται αν σπάσει.
Ήθελα να επιτρέψω στον εαυτό μου να είναι κουρασμένος, αδύναμος, φοβισμένος.
Μα το πιο περίεργο είναι ότι δεν ήξερα πώς να το κάνω αυτό.
Ήξερα μόνο ότι αυτοί οι αναπτήρες, μικρά και ασήμαντα αντικείμενα, μου έδιναν ένα ψεύτικο αίσθημα δύναμης. Ήταν το αντίδοτο στην αορατότητα που ένιωθα, το μυστικό που μου έλεγε “υπάρχεις”.
Και τότε ήρθε εκείνη η βραδιά στο μπαρ.
Μια νεαρή κοπέλα άρχισε να ψάχνει απεγνωσμένα τον αναπτήρα της — έναν μπλε, διακοσμημένο με αστέρια, που είχε φέρει από την Ισπανία.
Ήξερα ότι τον είχα πάρει εγώ, χωρίς να το καταλάβω, πριν λίγα λεπτά.
Όταν την κοίταξα στα μάτια και της είπα με ήρεμη φωνή “Το πήρα εγώ”, περίμενα την οργή ή τον θυμό.
Όμως εκείνη με κοίταξε με κατανόηση και μου είπε, σαν να διάβαζε μέσα μου: “Καλά έκανες. Αν χρειαζόσουν κάτι να πιαστείς…”
Με αγκάλιασε, μια άγνωστη που ένιωσε την ανάγκη να μου δώσει μια αγκαλιά.
Εκείνη τη στιγμή, μετά από τόσους μήνες πόνου και μοναξιάς, ένιωσα την απελευθέρωση να με διαπερνά.
Γύρισα σπίτι, άδειασα όλους τους αναπτήρες σε ένα μπολ, τους μέτρησα, τους φωτογράφισα, και τους πέταξα μακριά. Με δάκρυα στα μάτια, αλλά και με μια αίσθηση ελευθερίας που δεν είχα νιώσει ποτέ πριν.
Τώρα, όταν ανάβω ένα σπίρτο, δεν είναι για να κρύψω την αδυναμία μου, αλλά για να φωτίσω το μονοπάτι μου προς την αποδοχή και την αγάπη προς τον εαυτό μου.
Δεν είμαι πια “η δυνατή”. Είμαι απλά άνθρωπος.