Δεν έχω κλάψει ποτέ στη δουλειά.
Ούτε όταν μου ακύρωσαν την άδεια τρεις φορές μέσα στο ίδιο καλοκαίρι.
Ούτε όταν με έβαλαν να καλύψω τρία πόστα επειδή “έλα μωρέ, εσύ τα καταφέρνεις”.
Ούτε όταν έμαθα ότι ο καινούργιος προσλήφθηκε με μεγαλύτερο μισθό από τον δικό μου – χωρίς να έχει ιδέα τι σημαίνει “συγκεντρωτικό αρχείο Excel”.
Αλλά έκλαψα εκείνη την Τρίτη, 9:48 το πρωί, όταν με φώναξε το αφεντικό για “μια κουβέντα”.
Ήταν η φράση που με τρόμαζε πάντα.
Γιατί ποτέ δεν σημαίνει απλώς μια κουβέντα.
Σημαίνει κάτι χάνεις. Ή τη δουλειά. Ή τον αυτοσεβασμό σου.
Ή και τα δύο.
Μπήκα στο γραφείο του με τον φραπέ στο χέρι, τον οποίο είχα προλάβει να πιω μέχρι τη μέση – όπως κάθε τι στη ζωή μου τελευταία.
Ούτε καφές, ούτε ύπνος, ούτε φαγητό τελείωνε. Μόνο deadlines.
Από τις 8:50 ήμουν στον υπολογιστή, είχα προλάβει να απαντήσω σε 17 mail, να διορθώσω 2 παρουσιάσεις και να φάω μια ξερή μπάρα με γεύση “κάτι υγιεινό αλλά θλιβερό”.
Κάθισα στην καρέκλα απέναντί του.
Το βλέμμα του σοβαρό. Το ύφος του διπλωματικό.
Έκλεισε την πόρτα.
“Ήθελα να σου πω… δεν έχω κανένα παράπονο από τη δουλειά σου. Αντιθέτως. Είσαι φανταστική.”
Μέχρι εδώ, καλά.
“Απλώς θεωρώ ότι έχεις χάσει λίγο τη σπιρτάδα σου τελευταία. Δεν είσαι τόσο… δημιουργική όσο πριν.”
(Σπιρτάδα; Εγώ; Με τρία πρότζεκτ ανοιχτά, χωρίς βοηθό, και με πλάτη που σπάει από την καρέκλα του ΙΚΕΑ που αγόρασα μόνη μου γιατί η εταιρεία δεν είχε budget για εργονομική.)
“Θα ήθελα να σε δω να παίρνεις περισσότερες πρωτοβουλίες. Να μη σε νοιάζουν μόνο τα task.”
(Τα task που με πνίγουν, εννοείς. Που τα τελειώνω πριν καν μου τα ζητήσεις, αλλά δεν φτάνει ποτέ. Που δεν με είδες όταν έφευγα στις 21:30 με μάτια κόκκινα. Που σου έστειλα email Σάββατο βράδυ γιατί εσύ δεν έχεις παιδιά, φίλους ή ζωή.)
“Κι επίσης… το είπαμε και με τη διοίκηση… Δεν θα μπορέσουμε να εγκρίνουμε αύξηση αυτό το εξάμηνο. Αλλά σε εκτιμούμε πολύ.”
Εκεί ήταν. Η σταγόνα.
Που δεν έσταξε καν. Ήταν καταρράκτης.
Τον κοίταξα, χαμογέλασα με εκείνο το παγωμένο χαμόγελο που κάνουν οι γυναίκες όταν καταλαβαίνουν ότι μόλις έσπασαν κάτι μέσα τους, κι απάντησα:
“Εντάξει, το καταλαβαίνω.”
Σηκώθηκα, βγήκα, πήγα στην τουαλέτα, κλείδωσα και έσκυψα πάνω από το νιπτήρα.
Κι εκεί, για πρώτη φορά, έκλαψα.
Όχι γιατί δεν μου έδωσε αύξηση.
Αλλά γιατί είχα δώσει ολόκληρη τη ζωή μου για μια δουλειά που με βλέπει σαν εργαλείο.
Γιατί με έπιασε “κουβεντούλα” για να με διορθώσει, να με γειώσει, να με επαναφέρει στην “τάξη”.
Γιατί μέσα σε 5 λεπτά ακυρώθηκε όλη η υπερωρία, το άγχος, η προσπάθεια, τα “μπράβο” που δεν ειπώθηκαν ποτέ.
Έβγαλα το κινητό. Μπήκα στο Skyscanner.
Έψαξα “one way ticket”.
Δεν ήξερα πού. Δεν ήξερα καν αν θα το πατήσω.
Και τότε είδα τη Βαρκελώνη.
Είχα χρόνια να πάω. Από τότε που ήμουν φοιτήτρια.
Τότε που έκανα όνειρα, που πίστευα στον εαυτό μου, που ήξερα τι μου αρέσει και τι δεν αντέχω.
Πριν με πατήσει η ζωή με τα “πρέπει” και τα “πρόσεχε τι λες στο αφεντικό σου”.
Και τότε…
Το πάτησα.
Έκλεισα εισιτήρια για Βαρκελώνη.
Δεν παραιτήθηκα εκείνη τη στιγμή. Δεν είμαι τόσο κινηματογραφική.
Αλλά έκανα κάτι πιο τρομακτικό:
Ξεκίνησα να ζω χωρίς την άδεια κανενός.
Η Βαρκελώνη που με βρήκε – και με έσωσε
Το αεροπλάνο έφευγε σε 5 μέρες.
Δεν είπα τίποτα σε κανέναν. Ούτε στους φίλους μου, ούτε στο αφεντικό, ούτε στη μάνα μου που θα με ρώταγε “Πού πας μόνη σου, παιδάκι μου;”
Μάζεψα ένα backpack, φόρεσα τα sneakers μου και κατέβασα από το πατάρι το παλιό μου σακάκι από τα φοιτητικά μου χρόνια – εκείνο που μύριζε ακόμα ανασφάλεια και ενθουσιασμό.
Έφτασα βράδυ.
Μέσα Ιουνίου. Η πόλη μύριζε γιασεμί και σκόρδο από τα tapas.
Είχε κίνηση, φωνές, χαμόγελα, μηχανάκια, και τουρίστες που δεν ήξεραν προς τα πού να πάνε.
Και για πρώτη φορά εδώ και μήνες, ούτε εγώ ήξερα προς τα πού να πάω — και ήταν υπέροχο.
Έμεινα σε ένα μικρό Airbnb στο El Born. Χωρίς πολυτέλειες. Με ένα μπαλκονάκι που έβλεπε σε σοκάκι και μύριζε μαγειρεμένο κρεμμύδι.
Το πρώτο βράδυ κοιμήθηκα 12 ώρες. Χωρίς ξυπνητήρι, χωρίς emails, χωρίς το Google Calendar να με καταδιώκει.
Τη δεύτερη μέρα περπάτησα 17 χιλιόμετρα.
Έφαγα πατάτες bravas με τα χέρια, ήπια sangria που με ζάλισε ελαφρά και γέλασα μόνη μου με ένα γκράφιτι που έγραφε:
“If you don’t like where you are, move. You’re not a tree.”
Έκατσα σε ένα μικρό café και άνοιξα το laptop.
Ο cursor στο άδειο Word με κοίταζε με εκείνο το ενοχλητικό blink-blink.
Για πρώτη φορά, όμως, δεν με πίεζε.
Γιατί δεν έπρεπε να παραδώσω τίποτα σε κανέναν.
Έγραφα μόνο για εμένα.
Έγραψα ένα κείμενο για την κούραση.
Ένα για τις γυναίκες που δεν τολμούν να φύγουν.
Κι ένα για εκείνο το “μια κουβέντα” που με γονάτισε.
Και κάπου στην πέμπτη μέρα, συνειδητοποίησα κάτι απλό και τρομακτικό:
Δεν ήθελα να γυρίσω.
Όχι επειδή “βαριόμουν” τη δουλειά ή τους ανθρώπους.
Αλλά γιατί στην Βαρκελώνη ξαναβρήκα τον εαυτό μου.
Την κοπέλα που χανόταν σε δρομάκια χωρίς GPS.
Που μιλούσε με αγνώστους. Που γελούσε μόνη της. Που έπαιρνε ανάσες.
Μια μέρα πριν φύγω, μπήκα σε ένα μικρό κατάστημα με είδη χαρτικής.
Πήρα ένα τετράδιο, κόκκινο, σκληρόδετο.
Στην πρώτη σελίδα έγραψα:
“Δε με φώναξαν για άλλη μια κουβέντα. Τώρα μιλάω εγώ.”
Γύρισα. Δεν τους είπα ποτέ τι έκανα στη Βαρκελώνη.
Μόνο που… άλλαξε κάτι.
Δεν δεχόμουν πια mail στις 22:00.
Δεν έπαιρνα extra projects χωρίς να ρωτήσω “Ποιος θα βοηθήσει;”
Δεν σιωπούσα όταν κάποιος με προσπερνούσε.
Και δεν χαμογελούσα μόνο για να μην αγχωθούν οι άλλοι.
Δεν παραιτήθηκα. Αλλά άλλαξα.
Και το είδαν όλοι. Και με είδαν αλλιώς.
Ακόμα και το αφεντικό. Που μια μέρα μου είπε:
“Δεν ξέρω τι έγινε εκείνες τις μέρες… αλλά μοιάζεις πιο δυνατή.”
Και εγώ απάντησα:
“Δεν μοιάζω. Είμαι.”
Τώρα γράφω κάθε μέρα. Για γυναίκες σαν εμένα.
Για εκείνες που έσκασαν αλλά δεν φώναξαν.
Που τις έπιασαν “για μια κουβέντα” και τις ξέχασαν μετά.
Που μια μέρα πατάνε το κουμπί και φεύγουν για Βαρκελώνη – κυριολεκτικά ή μεταφορικά.
Γιατί όλοι αξίζουμε να ζήσουμε κάπου που μας βλέπουν, όχι μόνο μας χρησιμοποιούν.
Και αν δεν ξέρεις από πού να ξεκινήσεις;
Πάτα απλώς “αναζήτηση”.
Και βάλε: “one way ticket”.




